Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γροθοκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γροθοκοπώ.
  • Κτυπώ κ. με γροθιές:
    • κλαίει και αυτός … γροθοκοπά το στήθος (Διήγ. Βελ. χ 360).

[<γρονθοκοπώ (L‑S, Κριαρ., <ουσ. γρόνθος + κοπώ). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες