Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρινιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρινιάζω [γrinázo] Ρ2.1α : γκρινιάζω.

[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες