Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρηγορώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρηγορώ [γriγoró] Ρ10.9α : (λόγ.) βρίσκομαι σε εγρήγορση, κυρίως σε εκκλησιαστικές ή λόγιες εκφράσεις: γρηγορείτε και προσεύχεσθε. φύλακες γρηγορείτε!

[λόγ. < ελνστ. γρηγορῶ (< αρχ. πρκ. ἐγρήγορα `έχω ξυπνήσει΄ του ρ. ἐγείρω `ξυπνάω κπ.΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
γρηγορώ· γληγορώ· εγρηγορώ.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Μένω άγρυπνος:
      • την νύκταν γρηγορούμεν (Καλλίμ. 2436).
    • 2) Ξυπνώ:
      • Ο πρώτος εγρηγόρησε, τον άλλον εξυπνίζει (Καλλίμ. 1342).
    • 3) Επανακτώ τις αισθήσεις:
      • μόλις γρηγορείς, μόλις επαναφέρεις (Γλυκά, Στ. 159).
    • 4) Βιάζομαι, σπεύδω:
      • άρτι εγρηγόρει την αυγήν (Λίβ. N 1830).
  • Β´ Μτβ.
    • 1) Επαναφέρω στις αισθήσεις κάπ.:
      • κρατώ, σηκώνω τον, … γληγορώ τον (Λίβ. Esc. 3835).
    • 2) Φρ. γρηγορώ τη στράτα = συντομεύω, επιταχύνω το δρόμο:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 1773).

[μτγν. γρηγορέω. Ο τ. γλη‑ και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γρηγόρως, επίρρ.
  • Γρήγορα, με σβελτάδα:
    • (Ερμον. Δ 150).

[<επίθ. γρήγορος. Η λ. στον Ησύχ. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες