Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουβώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουβώνω [γuvóno] Ρ1α & γουβιάζω [γuvjázo] Ρ2.1α μππ. γουβιασμένος : α. για κτ. στο οποίο δημιουργείται γούβα, κοιλότητα· βαθουλώνω2: Γούβωσε η μπάλα / το στρώμα. || (μτφ.): Tα δάκρυα κυλούσαν στα γουβιασμένα του μάγουλα. Γουβιασμένα μάτια. Γουβιασμένο στήθος. β. δημιουργώ γούβα, κοιλότητα σε κτ· βαθουλώνω1.

[γούβ(α) -ώνω, -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες