Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονιμοποιώ [γonimopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. γόνιμο. 1. (για ζωντανούς οργανισμούς) συντελώ ώστε να παραχθεί ένα καινούριο άτομο μέσα από τη διαδικασία της αναπαραγωγής: Tο σπερματοζωάριο γονιμοποιεί το ωάριο. 2. (μτφ.) επηρεάζω κτ. με τρόπο δημιουργικό, συντελώντας στο να παραγάγει καινούρια και πρωτοποριακά στοιχεία, κυρίως στο χώρο της τέχνης, της διανόησης κτλ.
[λόγ. γόνιμ(ος) -ο- + ποιώ απόδ. γαλλ. féconder]