Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γομώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
γομώ.
  • Φορτώνω:
    • γομοί τας δύο πτέρυγας αυτού αρωμάτων (Φυσιολ. 3456).

[μτγν. γομόω. Βλ. και γομώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
γομώζω.
  • 1) (Προκ. για τα μάτια· μέσ.) γεμίζω από κ.:
    • να γομωστούν τα ομμάτια μου το φως των απελάτων (Διγ. Esc. 637).
  • 2) Συμπληρώνω:
    • εσεβαίνασιν απέσω και τον κύκλον εγομώζαν (Ερμον. Ν 184).

[<γομώ με επίδρ. του γεμώζω· πβ. ιδιωμ. γιομώζω (ΙΛ, λ. γεμώνω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γομώνω [γomóno] Ρ1α μππ. γομωμένος : γεμίζω βλήμα πυροβόλου όπλου με εκρηκτική ύλη: Γομωμένα βλήματα.

[λόγ. < ελνστ. γομ(ῶ) `φορτώνω΄ -ώνω σημδ. γαλλ. charger]

[Λεξικό Κριαρά]
γομώνω.
  • Γεμίζω·
    • (μτφ.) προκαλώ ικανοποίηση:
      • λυτρώθηκεν (ενν. η ψυχή) κι απ’ εκείνο … γομώθηκεν (Rebâb-nâmè 17).

[μτγν. γομόω. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. γομώ, ΙΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόμωση η [γómosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γομώνω. || η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για τη γόμωση ενός πυροβόλου όπλου: Aυξάνω / μειώνω τη ~.

[λόγ. < ελνστ. γόμω(σις) `φόρτωμα΄ -ση σημδ. γαλλ. charge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες