Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωστεύω [γnostévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) γίνομαι γνωστικός, συνετός· βάζω γνώση.
[γνώστ(ης) -εύω (διαφ. το ελνστ. γνωστεύω `έχω προσωπική γνωριμία΄)]