Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνωστεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωστεύω [γnostévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) γίνομαι γνωστικός, συνετός· βάζω γνώση.

[γνώστ(ης) -εύω (διαφ. το ελνστ. γνωστεύω `έχω προσωπική γνωριμία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες