Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνέθω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνέθω [γnéθo] -ομαι Ρ αόρ. έγνεσα, απαρέμφ. γνέσει, παθ. αόρ. γνέστηκα, απαρέμφ. γνεστεί : μετατρέπω σε νήμα το μαλλί ή το βαμβάκι με απλό χειροκίνητο εργαλείο· κλώθω.

[συμφυρ. αρχ. νέω & νήθω (ανάπτ. [γ] ;)]

[Λεξικό Κριαρά]
γνέθω· νέθω.
  • Γνέθω, κλώθω:
    • να ’πιχειρίζονται (ενν. οι γυναίκες) την ρόκα και λινάρι, να … γνέθουν (Ιστ. Βλαχ. 707).

[<συμφ. αρχ. νέω + νήθω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γνέθω). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες