Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκοκοιτάζω [γlikokitázo] Ρ2.2α & γλυκοκοιτώ [γlikokitó] & -άω Ρ10.6α : εκδηλώνω με το βλέμμα μου ερωτική επιθυμία για κπ.: Kαιρό τώρα την γλυκοκοιτάζει. Γύρισε και με γλυκοκοίταξε. || εκδηλώνω με το βλέμμα μου λαχτάρα και επιθυμία για κτ.: Γλυκοκοιτάζεις, βλέπω, τον αστακό!
[γλυκο- 1 + κοιτάζω, κοιτώ]