Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλαρώνω [γlaróno] Ρ1α μππ. γλαρωμένος : 1. (οικ.) με πιάνει υπνηλία, τα μάτια μου κλείνουν από τη νύστα: Είχε γλαρώσει και χασμουριόταν συνέχεια. Kαθόταν στην πολυθρόνα γλαρωμένος. 2. (λαϊκ.) από θαυμασμό, ηδονή ή ηδυπάθεια έχω βλέμμα γλαρό: Γλάρωσε όταν την είδε.
[γλαρ(ός) -ώνω]