Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλακώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλακώ.
  • α) Τρέχω:
    • ωσάν το διψασμένο λάφι γλακά στον ποταμό (Ερωφ. Γ´ 84
  • β) βιάζομαι, εξετάζω κ. βιαστικά, επιπόλαια:
    • ας το καλολογιάσωμε, με φρόνεψ’ ας το δούμε κι εις έτοια δύσκολη δουλειά δεν πρέπει να γλακούμε (Ερωτόκρ. Δ´ 1414
  • γ) «τριγυρίζω», διασκεδάζω:
    • με συντροφιές πολλά κακές γλακάς … οληνυκτίς (Φορτουν. Α´ 41).

[<εκλακέω (9. αι., LBG, άω/‑ίζω) <πρόθ. εκ + μτγν. λακέω (L‑S, λ. ληκέω· πβ. αυτ. και Lampe, λ. λακάω και ίζω, καθώς και τα νεοελλ. λακώ ‑ίζω). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες