Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρουπάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρουπάρω [grupáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) συγκροτώ γκρουπ, ταξινομώ ένα σύνολο σε ομάδες με κάποια ομοιογένεια.

[γκρουπ -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες