Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαρίζω [garízo] Ρ2.1α : 1. (για γάιδαρο) βγάζω φωνή. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, κακόηχα και ενοχλητικά ή τραγουδώ δυνατά και παράφωνα: Tι γκαρίζετε έτσι και δε μ΄ αφήνετε να κοιμηθώ; Άσ΄ τον να γκαρίζει, μη δίνεις σημασία στις φωνές του.
[μσν. γκαρίζω < ελνστ. ὀγκαρίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ίσως αντδ. < λατ. oncare < αρχ. ὀγκῶμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- γκαρίζω· εγκαρίζω· ογκαρίζω.
-
- 1)
- α) (Προκ. για γάιδαρο) γκαρίζω:
- (Γαδ. διήγ. 453)·
- β) (συνεκδ.) φωνάζω δυνατά, κακόφωνα, κραυγάζω:
- (Δαρκές, Προσκυν. 94).
- α) (Προκ. για γάιδαρο) γκαρίζω:
- 2) Τραγουδώ:
- Μούσες … γλυκέα να γκαρίζουν (Φυσιολ. (Legr.) 457).
[πιθ. μτγν. ογκαρίζω (L‑S Suppl.) <αρχ. ογκάομαι. Τ. αγκ‑ στο Du Cange (λ. αγαρίζειν). Ο τ. ογκ‑ και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1)