Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαζώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαζώνω [gazóno] -ομαι Ρ1 : 1. (προφ.) πατώ απότομα το γκάζι του αυτοκινήτου, της μηχανής κτλ.: Γκάζωσε και εξαφανίστηκε από μπροστά μου. || (επέκτ.) οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα: Έφυγε γκαζωμένος. 2. (μτφ., λαϊκ.) επιπλήττω κπ. για κτ. που δεν έκανε.

[γκάζ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες