Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιγαντώνω [jiγandóno] -ομαι Ρ1 : δίνω σε κτ. γιγαντιαίες διαστάσεις· (πρβ. θεριεύω): Ο πόθος για τη λευτεριά γιγάντωσε τους σκλάβους. Γιγαντώθηκε ο αγώνας.
[λόγ. γιγαντ(ώ) -ώνω < γιγαντ- (γίγας) -ώ]