Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιαουρτώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιαουρτώνω [jaurtóno] -ομαι Ρ1 : πετώ σε κπ. γιαούρτι με σκοπό να τον λερώσω για να τον μειώσω, να τον εξευτελίσω: Περίμεναν τον πρόεδρο της ομάδας τους έξω από τα γραφεία του συλλόγου, για να τον γιαουρτώσουν.

[γιαούρτ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες