Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεφυρώνω [jefiróno] -ομαι Ρ1 : 1. ενώνω, κατασκευάζοντας γέφυρα, δύο σημεία που τα χωρίζει κτ. 2. (μτφ.) συμβιβάζω δύο αντίθετες απόψεις, μεσολαβώ για να λυθεί η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε πρόσωπα ή σε καταστάσεις: Πώς θα γεφυρωθεί το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά τους; Ο κοινός κίνδυνος γεφύρωσε το μίσος που τους χώριζε.
[1: αρχ. γεφυρ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. bridge]