Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεροκομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεροκομώ [jerokomó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) γηροκομώ.

[ελνστ. γηροκομῶ, με τροπή του άτ. [ir > er] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες