Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γδικιέμαι [γδikéme] Ρ10.11β : (λαϊκότρ.) εκδικούμαι.
[ελνστ. ἐκδικ(αιοῦ μαι) `απαιτώ δικαστικά΄ (σύγκρ. γδικιωμός) μεταπλ. -ιέμαι, με αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kδ > gδ > γδ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]