Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γανώνω [γanóno] -ομαι Ρ1 : επαλείφω με κασσίτερο χάλκινα σκεύη· (επι)κασσιτερώνω: ~ το καζάνι. Tαψί γανωμένο. ANT αγάνωτο. ΦΡ ~ το κεφάλι κάποιου, σκοτίζω, ζαλίζω κπ.
[μσν. γανώνω < ελνστ. γαν(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κτ. να λάμπει΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γανώνω· γανώννω.
-
- Γανώνω:
- έναν χαρκίν και έναν χαρκόπουλλον … πα να τα γανώσει (Μαχ. 40010).
[αρχ. γανόω. Η λ. και σήμ.]
- Γανώνω: