Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμπρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμπρίζω [γambrízo] Ρ2.1α : (οικ.) για νεαρό αγόρι ή κορίτσι που άρχισε να ενδιαφέρεται για το άλλο φύλο.

[γαμπρ(ός) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες