Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαγγραινιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαγγραινιάζω [γaŋgrenázo] Ρ2.1α μππ. γαγγραινιασμένος : (προφ.) για μέλος του σώματος που προσβάλλεται από γάγγραινα.

[γάγγραιν(α) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες