Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αψώνω [apsόno]
  • Ⓐ trans
  • ① cause to be excessively warm, heat up, scorch (syn πυρώνω):
    • poem .. στο γιαλό κατέβαινα, που άψωνε πλήθια η πύρα (Sikel)
  • ② anger, enrage (syn ανάβω A2b, εξοργίζω)
  • Ⓑ intr
  • ③ become animated or excited, flare up (syn ανάβω B2, [L] εξάπτομαι, near-syn φουσκώνω):
    • αψώνει το ελληνικό [το αίμα], γινόμαστε κομμάτια για την Eλλάδα (Bakalakis) |
    • poem .. οργή θεού και αρρώστια, | που κάθεται με την αυγή και αψώνει με το βράδυ (Palam)
  • ④ become angry or enraged (syn εξοργίζομαι, θυμώνω)

[der of αψός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες