Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνοφωτίζω [axnofotízo] (& αχνοφωτώ) (3sg αχνοφωτά), ipf αχνοφώτιζα, pass αχνοφωτίζομαι, ipf αχνοφωτιζόμουν
- ① trans cast a faint light upon, illuminate dimly:
- το δρόμο έξω τον αχνοφώτιζε ένας ουρανός γκρίζος (Palam) |
- ένα θαμπό φως αχνοφώτιζε τα σβησμένα πια μάτια του (Proussis) |
- τρεμοσβούνε τα καντήλια κι αχνοφωτίζουνε τους τοίχους (Petsalis) |
- του 'δειξα τη θάλασσα, που αχνοφωτιζόταν και ξυπνούσε σιγανά (Karagatsis) |
- poem δυο άστρα αχνοφωτίζουνε τα σκοτεινά νερά (Myrtiotissa)
- ② intr gleam or glow faintly, glimmer (syn in αχνοφέγγω 1):
- poem σαν θειαφοκέρι καίγεται κι αχνοφωτά το δειλινό (Loulakakis) |
- .. ανυψωμένη η σκέψη μου στ' άπειρο, μ' αργυρό | φως φεγγαρήσιο, αχνοφωτά κλ (Filyras)
[cpd w. αχνά & φωτίζω; cf κακοφωτίζω, καλο-, κατα-, μισοφωτίζω]
- ① trans cast a faint light upon, illuminate dimly: