Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνοτρέμω [axnotrémo]
- ① quiver or tremble faintly (syn αχνοπαίζω 1):
- αχνοτρέμει ο ήσκιος, το ρόδο |
- κατεβαίνει το σούρουπο .. κι αχνοτρέμουν τα νησιά (Theotokas) |
- το λιοπύρι κάνει ν' αχνοτρέμει ο ορίζοντας (Zappas) |
- το μαύρο τσίτινο φόρεμά της αχνοτρέμει στους ώμους (ChZalokostas) |
- poem .. ένα χέρι γυναικείο, που το σφίγγεις κάθε τόσο τυπικά, | φτάνει μια μέρα που αχνοτρέμει μιαν ιδέα μέσα στην παλάμη σου (Alexandrou)
- ② shine faintly and flickeringly (syn αχνοπαίζω 2):
- κοιτάζει ένα άστρο που αχνοτρέμει (Theotokas)
[cpd w. τρέμω; cf αλαφροτρέμω, σιγοτρέμω etc]
- ① quiver or tremble faintly (syn αχνοπαίζω 1):