Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφοδεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφοδεύω [afoδévo] Ρ5.1α : (λόγ.) αποβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα κατά τη διαδικασία της πέψης, ενεργούμαι· αποπατώ.

[λόγ. < αρχ. ἀφοδεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφοδεύω [afo∂évo] (L)
  • go to stool, move one's bowels, defecate (syn in αποπατίζω):
    • κι όταν πάψει να τρώει, να αφοδεύει και να αγαπάει, θα είναι πια τέλεια πολιτισμένο ον (Karagatsis)

[fr kath αφοδεύω ← AG (Hippocr+), cpd of pref ἀφ- & ὁδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες