Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλοσόφητος -η -ο [afilosófitos] Ε5 : 1.(για σκέψη, συλλογισμό κτλ.) που δεν έχει φιλοσοφικό βάθος ή μέθοδο: Aφιλοσόφητες σκέψεις / απόψεις. Aφιλοσόφητο κείμενο. 2. (για πρόσ.) ακατάρτιστος, αμόρφωτος στη φιλοσοφία: Είναι τελείως ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλοσόφητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοσόφητος1 [afilosόfitos] ο, (L)
- person lacking a philosophical education or thinking unphilosophically:
- οι αφιλοσόφητοι συνήθως διαλαλούν ότι όλα είναι σχετικά (Tsatsos)
[fr kath ο αφιλοσόφητος, substantiv. m of αφιλοσόφητος2]
- person lacking a philosophical education or thinking unphilosophically:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοσόφητος2, -η, -ο [afilosόfitos] (L)
- ① lacking a philosophical education, not thinking soberly or philosophically, unphilosophical (near-syn άσκεφτος 1, ant φιλοσοφημένος):
- ~ σχολιαστής, χρονογράφος |
- ίσως οι επαΐοντες να με κρίνουν ανιστόρητο και αφιλοσόφητο (Panagiotop) |
- μόνο σε αφιλοσόφητα μυαλά μπορούσε να πιάσει ο δογματικός ισχυρισμός του ιστορικού υλισμού (Lambridi)
- ② lacking philosophical depth or method, unphilosophical (ant φιλοσοφημένος, φιλοσοφικός):
- ~ μύθος |
- αφιλοσόφητη αντίληψη, κοσμοθεωρία |
- αφιλοσόφητο έργο, θέμα |
- όλο το σύστημα της σκέψης του Pενάν είναι αφιλοσόφητο (Athanasiadis-N) |
- ίσως η στερνή τούτη απόφαση να μην ήταν πέρα για πέρα αφιλοσόφητη (Panagiotop) |
- ερμηνεία δεν θα ειπεί κατάβαση στην αφιλοσόφητη περιοχή, αλλά βοήθεια για ανάβαση (Georgoulis) |
- η χριστιανική πίστη .. είναι αφιλοσόφητη και αντεπιστημονική, γιατί μεταβάλλει τον άνθρωπο σε κέντρο του σύμπαντος (Theodorakop)
[fr kath αφιλοσόφητος ← K, cpd w. *φιλοσοφητός (: φιλοσοφῶ)]
- ① lacking a philosophical education, not thinking soberly or philosophically, unphilosophical (near-syn άσκεφτος 1, ant φιλοσοφημένος):



