Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφειδώλευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφειδώλευτα [afi∂όlefta] adv (L)
  • unsparingly, unstintingly, lavishly, generously (syn ανοιχτόχερα, απλόχερα 2, αφειδώς):
    • δαπανά, σπαταλά ~ |
    • πρόσφερε ~ στο κόμμα |
    • η ηθοποιός σκόρπισε το γέλιο ~ |
    • δεν προφτάνουν να γράψουν τους στίχους .. και τους μοιράζουν ~ σε φίλους, σ' εφημερίδες κλ (Panagiotop) |
    • σοφία είναι ~ σκορπισμένη μέσα σ' αυτό το βιβλίο (Chatzinis) |
    • η φύσις χάρισε στο χωριό τούτο ~ τα πλούτη και τη μαγεία της (Vasileiou)

[der of αφειδώλευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες