Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφεαυτού [afeaftú] (sp. also αφ' εαυτού) mn -ής f, also
- w. gen of pron (μου, σου, του, της [αφεαυτού της etc] etc) (L)
- ① of one's own accord, by o.s., on one's own (syn απομοναχός 2):
- τα στοιχεία μιλούν αφεαυτών the data speak for themselves, they are self-explanatory |
- ~του αποφάσισε να γίνει θυσία (Xenop) |
- είναι .. λύση ανιστορική, ~της τοποθετούμενη έξω από το χρόνο (Papanoutsos) |
- κι αν ακόμα τους άφηνε ο Oκτάβιος ακαταδίωκτους, η καταστροφή τους θα επήρχετο αφεαυτής (Roussos)
- ② in or by o.s., as such, inherently so (syn απομόνος 1b, syn phr αυτός καθαυτόν 1):
- τα μέσα που είναι ~τους αποτελεσματικά χρησιμοποιούνται σωστά; |
- δεν εξαρτάται από τη θέλησή μας ν' αναγνωρίσομε ή όχι μιαν αξία· έχει αφεαυτής κύρος (Papanoutsos) |
- κι όταν ακόμα το κείμενο δεν είναι ~του φιλοσοφικό, .. η τελική θεώρηση πρέπει να είναι φιλοσοφική (Theodorakop) |
- θέλησε να καταφύγει στην ιστορία, πιστεύοντας ότι θα βρει σ' αυτήν κάτι ~του στερεό (Chatzinis) |
- η χρήση .. επαυξητικών μέσων είναι εντελώς περιττή .. μπροστά σε μιαν αφεαυτής εντυπωσιακή πραγματικότητα (Stathis)
[fr kath phr αφ' εαυτού; cf εαυτός]



