Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφατρίαστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφατρίαστος, -η, -ο [afatríastos] (L)
  • not involved in cliques or parties, not taking sides, nonpartisan, unbiased, impartial (syn ακομμάτιστος 1, αμερόληπτος 1, απροσωπόληπτος):
    • ~ δημόσιος υπάλληλος |
    • αφατρίαστες κομματικές διαδικασίες |
    • σαν δικαστής οφείλει να είναι ψύχραιμος, ~, αμερόληπτος (Thrylos) |
    • αφανάτιστος λοιπόν και ~είναι ο κριτικός φιλόσοφος (Papanoutsos) |
    • παρ' όλον το συγγραφικό αγώνα και την αφατρίαστη πειθώ του, η επίσημη γλωσσική πολιτική μας δεν επροχώρησε (Loukatos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis [1876 etc]) αφατρίαστος, cpd w. *φατριαστός ( |
    • φατριάζω 'conspire' Concil. Chalc. can. 18

[year 451]; cf φατριαστής 'conspirator' (Theophan., chron., p. 341) & ModG (1821 etc) and der φατριαστ-ικός (Koumanoudis: 1819 etc)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες