Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφάσκιωτος, -η, -ο [afáscotos]
- not swaddled, unswaddled, unswathed (syn ασπαργάνωτος, ατύλιχτος 1b, ξεφασκιωμένος, ant φασκιωμένος):
- αφάσκιωτο μωρό
[cpd w. *φασκιωτός (: φασκιώνω)]
- not swaddled, unswaddled, unswathed (syn ασπαργάνωτος, ατύλιχτος 1b, ξεφασκιωμένος, ant φασκιωμένος):



