Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτούσιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτούσιος -α -ο [aftúsios] Ε6 : που δεν έπαθε καμιά μεταβολή ή αλλαγή, που παραμένει ο ίδιος όπως ήταν: Επέστρεψε αυτούσιο το ποσό, ακέραιο, ανέπαφο. αυτούσια ΕΠIΡΡ χωρίς καμιά αλλαγή.

[λόγ. αυτ(ο)- + ουσί(α) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτούσιος, -α, -ο [aftúsios] (L)
  • ① entire, complete, integral (syn ακέραιος 2, ολόκληρος, πλήρης):
    • είχαν κουβαληθεί για ντεκόρ όλοι οι θησαυροί των τσάρων, αυτούσιοι (Athanasiadis-N) |
    • έπαιξε αυτούσια μερικά μεγάλα κομμάτια του (Melas) |
    • στο σύνταγμα της Kύπρου θα περιληφθούν .. αυτούσιες κι οι σχετικές διατάξεις της ευρωπαϊκής σύμβασης (Christidis) |
    • η Iλιάδα .. μπορεί να έχει συντεθεί πολύ αργότερα, .. αλλά .. με αυτούσια μοτίβα από την παλιότερη ποίηση (Papachatzis)
  • ② unchanged, intact, identical, selfsame (near-syn αμετάβλητος, ολόιδιος):
    • αυτούσια απεικόνιση, επανάληψη, πραγματικότητα |
    • οι δύο τελευταίοι στίχοι ξαναγυρίζουν παρακάτω ή αυτούσιοι ή με παραλλαγή (Papanoutsos, adapted) |
    • πλήθος λέξεων, που μεταχειρίζεται ο Όμηρος, εξακολουθούν να προφέρονται αυτούσιες από το στόμα του σημερινού ελληνικού λαού (Theodorakop) |
    • δύσκολο είναι να μεταφερθεί σε μια άλλη γλώσσα η φωνή του ποιητή, πιστή, αυτούσια (Chatzinis) |
    • την εικόνα του παρελθόντος δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια, αλλά την μεταμορφώνουμε (Mourelos)
  • ③ med being in a natural state, untreated, unpurified:
    • αυτούσιο φάρμακο |
    • τα αυτούσια .. εκχυλίσματα δεν φαίνεται ν' αποδίδουν όσο οι βιολογικά απομονωμένες και καθαρές ορμόνες (Louros) [fr kath (neol) αυτούσιος, cpd w. combin form -ούσιος |
    • ανούσιος, ομοιούσιος, ομοιοούσιος, ομοούσιος etc]. Cf PatrG αéτοούσιος (Acacius Caesariensis [+366], Migne, PG 42.392C).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες