Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοχειριάζομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοχειριάζομαι [afto iriázome] aor αυτοχειριάστηκα (& αυτοχειριάσθηκα, subj αυτοχειριαστώ & αυτοχειριασθώ), (L)
  • kill o.s., commit suicide (syn αυτοκτονώ):
    • σου θύμιζε το Bρούτο, καθώς αυτοχειριάζεται στη σκηνή του (Panagiotop) |
    • ο Pήγας αυτοχειριάστηκε· είναι βαριά λαβωμένος· χαροπαλεύει (Petsalis) |
    • έσπευσε .. να αυτοχειριασθεί αδιαφορώντας για την τύχη του λαού της (Roussos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1845 etc]) αυτοχειριάζομαι, der of αυτοχειρία; cf αυτοεγκωμιάζομαι, αυτοθυσιάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go