Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσυγκρατούμαι [aftosiŋgratúme] Ρ10.9β : ελέγχω τις εκδηλώσεις συναισθήματος, μπορώ και αποφεύγω παράφορη εκδήλωση συναισθήματος.
[λόγ. αυτο- + συγκρατούμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσυγκρατούμαι [aftosiŋgratúme] αυτοσυγκρατείται, aor subj αυτοσυγκρατηθώ, (L)
- restrain o.s., exercise self-control (syn αυτοχαλιναγωγούμαι):
- η κίνηση της ζωής, ανίκανη ν' αυτοσυγκρατηθεί και να σταματήσει, βρίσκει άλλους δρόμους (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοσυγκρατούμαι, cpd w. συγκρατούμαι]
- restrain o.s., exercise self-control (syn αυτοχαλιναγωγούμαι):