Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσυγκεντρώνομαι [aftosingendrónome] Ρ1β : συγκεντρώνω, στρέφω τη σκέψη και όλες τις πνευματικές μου δυνάμεις στον εσωτερικό μου κόσμο: Προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί.
[λόγ. αυτο- + συγκεντρώνομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσυγκεντρώνομαι [aftosiŋɟendrόnome] aor αυτοσυγκεντρώθηκα (subj αυτοσυγκεντρωθώ), pf & plupf έχω-είχα αυτοσυγκεντρωθεί, (L)
- concentrate (o.s. or one's thoughts):
- ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει τη δυνατότητα ν' αυτοσυγκεντρώνεται (Panagiotop) |
- αυτοσυγκεντρώθηκα επτά μερόνυχτα παρακαλώντας τον Aπόλλωνα να με φωτίσει (Valdaseridis) |
- έπρεπε να ξεκουραστώ, ν' αυτοσυγκεντρωθώ, να δουλέψω (Karagatsis) |
- το 'εγώ' φαίνεται πως δεν έχει ακόμη αυτοσυγκεντρωθεί, αλλά διαχέεται προς τα έξω (Papanoutsos)
[cpd w. συγκεντρώνομαι ← kath συγκεντρώ & -ούμαι (Koumanoudis: 1833, 1889, 1897)]
- concentrate (o.s. or one's thoughts):