Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπραγματοποιούμαι [aftopraγmatopiúme] αυτοπραγματοποιείται, aor subj αυτοπραγματοποιηθώ, (L)
- be realized or fulfilled through one's own powers (syn αυτοπραγματώνομαι):
- οι ιδεολογίες .. αποδείχτηκαν ανίκανες ν' αυτοπραγματοποιηθούν (Panagiotop) |
- η άφεση του ρυθμού να κινηθεί μόνος του και να αυτοπραγματοποιηθεί ελεύθερα (Karantonis)
[fr kath (neol) αυτοπραγματοποιούμαι, cpd w. πραγματοποιούμαι]
- be realized or fulfilled through one's own powers (syn αυτοπραγματώνομαι):