Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκαθορίζω [aftokaθorízo] aor subj αυτοκαθορίσω, (L)
- determine by or for o.s.:
- το πολύ μικρό παιδί δεν μπορεί ακόμη ν' αυτοκαθορίσει την κατεύθυνση της συμπεριφοράς του (Despotop)
[fr kath (neol) αυτοκαθορίζω, cpd w. καθορίζω]
- determine by or for o.s.: