Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαθορίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκαθορίζω [aftokaθorízo] aor subj αυτοκαθορίσω, (L)
  • determine by or for o.s.:
    • το πολύ μικρό παιδί δεν μπορεί ακόμη ν' αυτοκαθορίσει την κατεύθυνση της συμπεριφοράς του (Despotop)

[fr kath (neol) αυτοκαθορίζω, cpd w. καθορίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες