Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοεξορίζομαι [aftoeksorízome] Ρ2.1β : εξορίζομαι με τη θέλησή μου: Aυτοεξορίστηκε απογοητευμένος από τα πολιτικά ήθη της χώρας του.
[λόγ. αυτο- + εξορίζομαι κατά το αυτοεξόριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοεξορίζομαι [aftoeksorízome] aor αυτοεξορίστηκα (subj αυτοεξοριστώ & αυτοεξορισθώ), pf & plupf έχω-είχα αυτοεξοριστεί (& αυτοεξορισθεί)
- exile o.s. (near-syn εκπατρίζομαι):
- μερικοί από τούτους αυτοεξορίστηκαν (Prevelakis) |
- πεινάνε και αυτοεξορίζονται, για να δουλέψουν και να βγάλουν το ψωμί τους (Kolyva) |
- η φωτογραφία ήταν παρμένη πολύ πριν ο ονομαστικός αυτός αρχηγός του κράτους αυτοεξοριστεί (Roufos) |
- θα εγκαταλείψει τα ελληνικά χώματα και θα αυτοεξορισθεί σε ξένους τόπους (Roussos) |
- είχε αυτοεξοριστεί από τον ήλιο, γιατί .. θα μάραινε την κρινένια του ομορφιά (Thrylos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοεξορίζομαι (αυτοεξορίζεσθαι 1891), cpd w. εξορίζομαι]
- exile o.s. (near-syn εκπατρίζομαι):



