Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοεγκλωβίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεγκλωβίζομαι [aftoeŋglovízome] aor αυτοεγκλωβίστηκα, (L)
  • cage o.s. in (near-syn αυτοεγκλείομαι):
    • η περιεκτικότητα των καυσαερίων ήταν τόσο υψηλή που αυτοεγκλωβίστηκαν· σ' αυτό βοήθησε και η χθεσινή άπνοια

[fr kath (neol) αυτοεγκλωβίζομαι, cpd w. εγκλωβίζομαι, trans εγκλωβίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες