Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοεγκλωβίζομαι [aftoeŋglovízome] aor αυτοεγκλωβίστηκα, (L)
- cage o.s. in (near-syn αυτοεγκλείομαι):
- η περιεκτικότητα των καυσαερίων ήταν τόσο υψηλή που αυτοεγκλωβίστηκαν· σ' αυτό βοήθησε και η χθεσινή άπνοια
[fr kath (neol) αυτοεγκλωβίζομαι, cpd w. εγκλωβίζομαι, trans εγκλωβίζω]
- cage o.s. in (near-syn αυτοεγκλείομαι):