Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιοικούμαι [aftoδiikúme] Ρ10.9β : (για τόπο, οργανισμό κτλ.) διοικούμαι μόνος μου, χωρίς να εξαρτώμαι από ένα άλλο διοικητικό κέντρο· έχω διοικητική ανεξαρτησία: Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί αυτοδιοικούνται σύμφωνα με το καταστατικό τους. Aυτοδιοικούμενοι οργανισμοί.
[λόγ. αυτο- + διοικούμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιοικούμαι [afto∂iikúme] αυτοδιοικείται, & αυτοδιοικιέται), ipf αυτοδιοικούμουν, aor subj αυτοδιοικηθώ
- administer one's own affairs, be self-governing or autonomous (syn αυτοκυβερνώμαι, near-syn αυτονομούμαι):
- οι Aλβανοί .. τάσσονται στο πλευρό των Eλλήνων, αν και ο σουλτάνος τούς είχε επιτρέψει ν' αυτοδιοικούνται (Vacalop) |
- τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αυτοδιοικιούνται (Christidis EΣ) |
- τον όγδοο και ένατο αιώνα το νησί αυτοδιοικείτο (Varelas) |
- [η κοινωνία μας] δεν μπορούσε να ανεχθεί να τη θεωρούν ανίκανη να αυτοδιοικηθεί (Skliros)
[fr kath (neol) αυτοδιοικούμαι (cf Koumanoudis αυτοδιοικούσα), cpd w. διοικούμαι]
- administer one's own affairs, be self-governing or autonomous (syn αυτοκυβερνώμαι, near-syn αυτονομούμαι):