Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοανακηρύσσομαι [aftoanakirísome] Ρ2.2β : αυτοαναγορεύομαι. α. ανακηρύσσω, αναγορεύω τον εαυτό μου κάτοχο αξιώματος ή τίτλου, με τρόπο αυθαίρετο, χωρίς έγκριση ή αναγνώριση από άλλους: Συνέλαβε το νόμιμο διάδοχο και αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς. β. συνήθ. επιτιμητικά, αποδίδω στον εαυτό μου χαρακτηρισμό, χωρίς να έχω γι΄ αυτό την έγκριση άλλων, αυθαίρετα: Aυτοανακηρύσσονται σωτήρες του έθνους.
[λόγ. αυτο- + ανακηρύσσομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοανακηρύσσομαι [aftoanacirísome] aor αυτοανακηρύχθηκα (subj αυτοανακηρυχθώ), (L)
- proclaim or declare o.s., assume for o.s. (the title of):
- (near-syn αυτοχειροτονούμαι) |
- καταλαμβάνει τους ναούς της κοινότητας Γαλατά, αυτοανακηρύσσεται πατριάρχης (Palaiologos) |
- ο Δίκτυς και ο Πολυδεύκης αυτοανακηρύχθηκαν βασιλιάδες του νησιού (Varelas) |
- θα φρόντιζε να αυτοανακηρυχθεί κι αυτός θεός (Roussos)
[fr kath (neol) αυτοανακηρύσσομαι, cpd w. ανακηρύσσομαι; cf αυτοανακηρυχθείς]
- proclaim or declare o.s., assume for o.s. (the title of):