Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυξομειώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυξομειώνω [afksomióno] -ομαι Ρ1 : αυξάνω και μειώνω κτ. κατ΄ επανάληψη και διαδοχικά: ~ την ένταση της τηλεόρασης. H ταχύτητα του κινητήρα αυξομειώνεται ανάλογα με την τροφοδοσία του.

[λόγ. < ελνστ. αὐξομει(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυξομειώνω [afksomiόno] usu mediop αυξομειώνομαι, ipf αυξομειωνόμουν, aor subj αυξομειωθώ
  • ① increase and/or decrease (near-syn ρυθμίζω):
    • ο διακόπτης αυξομειώνει τη θερμοκρασία του νερού |
    • οι προβολείς .. είχαν ένα ουσιώδες φωτιστικό ελάττωμα |
    • δεν αυξομειωνόταν το φως τους (Melas) |
    • το γήπεδο είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο 50-30 μέτρων, που μπορεί ν' αυξομειωθεί (Tsiantas)
  • ② mi increase and decrease alternately, rise and fall, fluctuate, vary (syn ανεβοκατεβαίνω 2, near-syn κυμαίνομαι L, παίζω):
    • αυξομειώνεται ο πυρετός, η ταχύτητα |
    • η μεταρρυθμιστική πνοή στο Mυστρά .. εξακολουθεί να υφίσταται και ν' αυξομειώνεται ανάλογα με τις περιστάσεις (Vacalop) |
    • φαίνεται ότι η μάζα της βιοσφαίρας δεν αυξομειώνεται, αλλ' ότι παραμένει σταθερά (Valaoras)

[fr kath αυξομειώ ← K αὐξομειῶ (-όω), cpd of αὔξω & μειῶ; cf αὐξομειουμένη σελήνη (2nd c. AD) 'moon caused to wax and wane']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες