Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλοκολακεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυλοκολακεία [avlokolacía] η, (L)
  • servile flattery of or fawning over royalty or powerful people:
    • η παράδοσις .. γεννιέται στους αυλικούς κύκλους και έχει για γνώρισμά της .. την ~ (Papatsonis) |
    • για τη βασίλισσα βρίσκει τρυφερότατες φράσεις αυλοκολακείας (Melas, adapted)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυλοκολακεία, cpd w. κολακεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες