Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλάκιασμα το [avlákazma] & αυλάκισμα το [avlákizma] Ο49 : η διάνοιξη αυλακιών (σε καλλιεργήσιμο έδαφος).
[αυλακιασ- (αυλακιάζω), αυλακισ- (αυλακίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλάκιασμα [avlácjazma] το,
- process of digging or formation of furrows or ditches (syn αυλάκωμα)
[der of αυλακιάζω]



