Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθόρμητος -η -ο [afθórmitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί ή εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, που δεν παρακινείται από άλλους: ~ χαρακτήρας. 2. (για πράξη, ενέργεια κτλ.) που γίνεται χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό ή υπολογισμό των αποτελεσμάτων του: Aυθόρμητη ενέργεια / κίνηση / απάντηση / διαδήλωση.
αυθόρμητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. αυθόρμητος `σπρωγμένος από τον εαυτό του΄ < αυθ- (δες αυτο-) + αρχ. ὁρμη- (ὁρμῶ) -τος & σημδ. γαλλ. spontané]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθόρμητος, -η, -ο [afθόrmitos] (L)
- ① self-impelled, unasked, unsolicited, uninvited, spontaneous (near-syn απαρακίνητος, απροσκάλεστος, οικειοθελής):
- ~ μάρτυρας |
- αυθόρμητη μαρτυρία, προσφορά |
- στάλθηκαν πολλά αυθόρμητα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα |
- φαντάστηκε πως θα του 'καναν την καλύτερη υποδοχή, αφού πήγαινε ~ για το καλό της κοινωνίας (Xenop) |
- οι τελευταίες φράσεις αποτελούν τη μικρή αυθόρμητη εκδίκηση του Π. προς τον ίδιο το θαυμασμό του (Panagiotop) |
- αποδέχεται την αυθόρμητη παραίτησή του (Louros) |
- το γεγονός ότι έχουμε αυθόρμητη ομολογία σας διευκολύνει κάπως τα πράγματα (Samarakis)
- ⓐ not caused or influenced by external factors, automatic, spontaneous (syn αυτενέργητος, αυτόματος):
- αυθόρμητη ανάφλεξη spontaneous combustion (syn αυτόματη ανάφλεξη) |
- πιστεύει .. στην αυθόρμητη εναρμόνιση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (Theotokas) |
- για ν' αντιδράσουν σ' αυτήν την αυθόρμητη εξέλιξη της λαϊκής λαλιάς, είχαν αρπαχτεί από μιαν αδιάλλακτη καθαρολογία (id.)
- ② uncontrived, unprepared, spontaneous, instinctive (near-syn αυτόματος, ενστικτώδης, πηγαίος):
- ~ δεσμός, ενθουσιασμός |
- αυθόρμητη αγανάκτηση, απόκριση, ειλικρίνεια, εκδήλωση, πράξη, χειρονομία |
- αυθόρμητο ενδιαφέρον, κέφι, ταλέντο |
- αυθόρμητη κραυγή πόνου |
- αυθόρμητη ομιλία του παιδιού |
- αισθάνονται αυθόρμητη έλξη |
- η συμμετοχή αυτή των αρχών είναι τίποτε μπροστά στον αυθόρμητο συναγερμό του λαού (Athanasiadis-N) |
- ο νεοελληνικός στωικισμός .. έρχεται από βαθιά, είναι ~ και αγνός (Theotokas) |
- το παιχνίδι πρέπει να είναι αυθόρμητο και να μην το επιβάλλουμε (Tsiantas) |
- αυτές είναι μορφές αυθόρμητες, που τις υπαγορεύει το ένστικτο (Karouzos) |
- poem στη μουσική ζητούν παραμυθία | και στ' αυθόρμητα δάκρυα κλ (Athanas)
- ⓑ acting spontaneously or on impulse, impulsive (syn αυθορμητικός):
- ~ χωρικός |
- υπερβολικά αυθόρμητη γυναίκα |
- παιδί απονήρευτο, αυθόρμητο |
- είναι πολύ ~ στις πράξεις του |
- ζυγίζουμε πολύ το γράψιμό μας, ενώ εσείς είσθε πιο αυθόρμητοι (Athanasiadis-N) |
- ο συγγραφέας, όσο πιο αμόρφωτος είναι, τόσο και πιο ~ και πιο πρωτότυπος (Evelpidis) |
- θέλει να είναι .. διαχυτικός, ~, ώστε να μεταδίνει τις διαθέσεις του (Chatzinis)
[fr kath αυθόρμητος ← MG (11th c.), cpd of αυθ- (of αυτός) & LK ὁρμητός; cf αὐθόριστος 'self-defining' David philos., Proleg. 14.23]
- ① self-impelled, unasked, unsolicited, uninvited, spontaneous (near-syn απαρακίνητος, απροσκάλεστος, οικειοθελής):



