Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατύλιχτος -η -ο [atílixtos] Ε5 : που δεν τον τύλιξαν ή που δεν μπορούν να τον τυλίξουν: Aτύλιχτα πακέτα / βιβλία. Aτύλιχτο σεντόνι / σύρμα.
[α- 1 τυλικ- (τυλίγω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατύλιχτος, -η, -ο [atílixtos] (& ατύλιγος)
- ① not wrapped (ant περιτυλιγμένος, τυλιγμένος, τυλιχτός):
- ατύλιχτο πακέτο |
- ατύλιχτα φαγητά
- ⓐ not swaddled, unswaddled (syn ασπαργάνωτος, αφάσκιωτος):
- ατύλιχτο μωρό
- ② not wound (on a spool), not reeled (syn ατυλιγάδιαστος, ant τυλιγμένος):
- ατύλιχτη κλωστή
- ③ fig not entangled or wooed (ant τυλιγμένος):
- αυτή η γυναίκα δεν άφησε ούτε ένα γείτονα ατύλιχτο
[cpd w. τυλιχτός (: τυλίγω)]
- ① not wrapped (ant περιτυλιγμένος, τυλιγμένος, τυλιχτός):



