Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατραγούδιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατραγούδιστος -η -ο [atraγúδistos] & ατραγούδητος -η -ο [atraγúδitos] Ε5 : που δεν τον τραγούδησαν, δεν τον ύμνησαν με τραγούδι.

[α- 1 τραγουδιστ(ός) -ος· α- 1 τραγουδη- (τραγουδώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατραγούδιστος, -η, -ο [atraγú∂istos] (& ατραγούδητος)
  • ① which has not been sung, unsung (ant τραγουδισμένος):
    • poem ω εσύ, σκοπέ ατραγούδιστε, που πριν σε κελαϊδήσω, | από τα σπάργανα γυρνάς στα σάβανά σου πίσω (Gryparis) |
    • ας ήταν κάθε φορά | να τραγουδούσαμε | το ατραγούδιστο τραγούδι (Xydis)
  • ⓐ which has not been or cannot be rendered in song (near-syn αμελοποίητος):
    • ατραγούδιστοι στίχοι |
    • poem .. με κάτι πιο βαθύ τη δένεις την ψυχή μου, | εσύ ατραγούδιστη κι εσύ αζωγράφιστη πνοή (Palam)
  • ② not sung at (or for):
    • ~ γάμος |
    • ατραγούδιστo γλέντι |
    • εσήκωσε το χωριό στο ποδάρι με τα γλέντια του, .. δεν άφησε καλντερίμι για καλντερίμι ατραγούδιστο (Stamatiou)
  • ③ not celebrated in song, unsung, unpraised (near-syn απαίνευτος, ant εξυμνημένος, τραγουδισμένος, υμνημένος):
    • ~ ήρωας |
    • ατραγούδιστη επανάσταση |
    • ατραγούδιστο έπος |
    • κανένα ιστορικό γεγονός, που γίνεται βίωμα της λαϊκής ψυχής, δεν μένει εδώ άμυθο και ατραγούδιστο (Theodorakop)

[cpd w. τραγουδιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες