Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομίκευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομίκευση [atomícefsi] η, (L)
  • individualization (syn εξατομίκευση, ant αποατομίκευση):
    • με την ~ όμως αυτήν ο πλατωνικός διάλογος αποχτά μερικά γνωρίσματα του δράματος (Theodorakop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομίκευσις, der of ατομικεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες