Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμοπλοϊκός -ή -ό [atmoploikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην ατμοπλοΐα: Aτμοπλοϊκή εταιρεία. Aτμοπλοϊκές γραμμές. Aτμοπλοϊ κό εισιτήριο. 2. που γίνεται με ατμόπλοια: Aτμοπλοϊκές μεταφορές. Aτμοπλοϊκή συγκοινωνία.
ατμοπλοϊκώς ΕΠIΡΡ με ατμόπλοιο: Tαξίδεψε ~. [λόγ. ατμοπλο(ΐα) -ικός· λόγ. ατμοπλοϊκ(ός) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμοπλοϊκός, -ή, -ό [atmoploikós] (L) naut
- of or pertaining to steam navigation:
- ατμοπλοϊκή γραμμή steamship line |
- ατμοπλοϊκή εταιρία |
- (syn ατμοπλοΐα 2) |
- περνούν εμπρός του ο χωροφύλακας, ο τηλεγραφητής, ο ~ πράκτωρ κλ (Papantoniou)
- ① carried out by steamship:
- ατμοπλοϊκή μεταφορά, συγκοινωνία |
- κάναμε μαζί το ατμοπλοϊκό ταξίδι (Louros)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοπλοϊκός, der of ατμοπλοΐα]
- of or pertaining to steam navigation:



