Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατμίζω.
-
- Eκθέτω κάπ. σε ατμούς:
- (Kυνοσ. 59914).
[<ουσ. ατμός + κατάλ. ‑ίζω. H λ. τον 11. αι. (LBG)]
- Eκθέτω κάπ. σε ατμούς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμίζω [atmízo] ipf άτμιζα
- ① intr give off vapor, emit steam, steam (syn αχνίζω 1):
- ένα κούτσουρο έσκασε μισοκοκκινισμένο στη φωτιά κι η άκρη του σφύριξε ατμίζοντας αφρισμένη (Grigoris) |
- η φρέσκια σάρκα της είχε ζεσταθεί, άτμιζε μυρωδάτη (Plaskovitis)
- ⓐ come forth in the form of vapor, rise, emanate:
- άτμιζε η μυρουδιά του ούζου απ' τ' ανοιχτό καραφάκι (Plaskovitis)
- ② trans give out as vapor, reek, exude (near-syn αναδίνω Α2, αποπνέω 1):
- poem .. πώς να σας πάρω πάνω από την πυρωμένη πέτρα, | που ατμίζει αγανάχτηση καυτή και νοσταλγίες; (Tziovas) |
- χείλη που ατμίζαν της ένδειας την ξινή αποφορά (Iatrop)
[fr kath ατμίζω ← MG ← AG, der of ατμός]
- ① intr give off vapor, emit steam, steam (syn αχνίζω 1):